ἐκλέπισις

ἐκλέπισις
ἐκλέπ-ισις, εως, ,
A taking off the shell: hatching, Suid.s.v. νεοττεία.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έκλεψις — ἔκλεψις, η (Μ) η εκλέπισις …   Dictionary of Greek

  • νεοσσεία — και αττ. τ. νεοττεία, ἡ (Α) [νεοσσεύω] 1. χτίσιμο φωλιάς πουλιών 2. η φωλιά πουλιών («τίκτουσιν δὲ τὰ μὲν ἄλλα ἐν νεοττείαις», Αριστοτ.) 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκλέπισις» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”